Ο δημόσιος κατήγορος στο δικαστήριο μιας μικρής επαρχιακής πόλης καλεί την πρώτη του μάρτυρα, μια γιαγιά γύρω στα 80 και την ρωτάει με τελείως επαγγελματικό ύφος..
– Με γνωρίζετε εμένα κυρία Θεοδώρου;
– Και βέβαια σας γνωρίζω κύριε Αλεξίου, απαντάει η ηλικιωμένη γυναίκα.
Σας ξέρω από μικρό παιδάκι και πρέπει να ομολογήσω ότι με έχετε απογοητεύσει. Λέτε ψέματα, απ@τάτε συνέχεια τη γυναίκα σας, κουτσομπολεύετε τους Πελάτες σας. Βεβαίως σας γνωρίζω!
Αποσβολωμένος τελείως ο δικηγόρος από την απρόσμενη απάντηση της ηλικιωμένης και μη ξέροντας τι άλλο να πει, δείχνει με το δάχτυλό του στην άλλη μεριά της αίθουσας και λέει:
– Τον δικηγόρο της υπεράσπισης τον γνωρίζετε;
– Ω ναι, και τον κύριο Σοφόπουλο τον γνωρίζω, απαντά πάλι η μάρτυς. Τον κρατούσα όταν ήτανε μωρό και μπορώ να πω ότι κι αυτός με έχει απογοητεύσει. Είναι μέθυσος και χ@ρτοπαίκτης, δεν μπορεί να κάνει σχέση με κανένα και είναι από τους χειρότερους δικηγόρους της πόλης μας!
Στο σημείο αυτό, ο πρόεδρος κτυπά το σφυράκι του στην έδρα, διακόπτει τη διαδικασία και καλεί και τους δύο δικηγόρους να πλησιάσουν την έδρα. Όταν πλησιάζουν, σκύβει μπροστά και τους λέει με σιγανή φωνή:
– Όποιος από τους δυο σας τη ρωτήσει αν με ξέρει, θα τον πηδήξω!